- ἐμπεπλησμένος
- ἐμπεπλησμένος s. ἐμπίμπλημι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐμπεπλησμένος — ἐμπίπλημι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)